- τριπαλμιτίνη
- η, Νχημ. ο εστέρας τού παλμιτικού οξέος με την γλυκερίνη, ο οποίος αναφέρεται συχνά και ως παλμιτίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tripalmitine < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + palmitine (πρβλ. παλμιτίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.